- κράσος
- ο1. κρασί και ιδίως το δυνατό2. μεγάλο ποτήρι γεμάτο κρασί.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρασί + μεγεθ. κατάλ. -ος (πρβλ. κομμάτι: κόμματος, κεφάλι: κέφαλος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρασί — Ποτό που παράγεται από την ολική ή μερική αλκοολική ζύμωση του μούστου (γλεύκους) των νωπών σταφυλιών. Από χημική άποψη, το κ. είναι ένα μείγμα από 85 90% νερό, 5 14% αιθυλική αλκοόλη (οινόπνευμα) και από άλλες ουσίες, που προσδίδουν τα… … Dictionary of Greek
Ατήιος — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαïκής εποχής. 1. Α. Γάιος Καπίτων (1oς αι. π.Χ.). Δήμαρχος της Ρώμης. Είχε ταχθεί αρχικά εναντίον της τριανδρίας, που αποτελούσαν ο Καίσαρας και οι δύο ύπατοί του Πομπήιος και Κράσος, όμως αργότερα πήγε με το μέρος … Dictionary of Greek
δεβόνιο — Γεωλογική περίοδος του παλαιοζωικού αιώνα, η οποία ακολουθεί το σιλούριο και προηγείται του λιθανθρακοφόρου. Περιλαμβάνει τη χρονική περίοδο από την εξαφάνιση των πραγματικών γραπτολίθων, έως την εμφάνιση του productus και του πρώτου αντιπροσώπου … Dictionary of Greek